- ἀτρεμαιότης
- ἀτρεμ-αιότης, ητος, ἡ,A calmness, Hp.Praec.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατρεμαιότης — ἀτρεμαιότης, η (Α) [ατρεμαίος] ηρεμία, σταθερότητα … Dictionary of Greek